- πολυετές
- πολυετήςafter many yearsmasc/fem voc sgπολυετήςafter many yearsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νάρδος — Πολυετές φυτό της οικογένειας των Αγρωστιδών ή Γραμινιδών (μονοκοτυλήδονα), αυτοφυές στην Ελλάδα, σε ορεινές και αλπικές βοσκές. Η επιστημονική ονομασία του είναι νάρδος ο σφικτός. Αποκτά τη μορφή πυκνής χαμηλής πρασινόγκριζας τούφας, από την… … Dictionary of Greek
αλόη — Πολυετές φυτό της οικογένειας των αειλιιδών. Το γένος α. περιλαμβάνει περισσότερα από 175 είδη, ιθαγενή κυρίως των ξερών περιοχών της Αφρικής. Στην Ελλάδα είναι αυτοφυής η α. η γνήσια, καλλιεργούνται όμως και άλλα είδη. Τα είδη της α., μερικά από … Dictionary of Greek
απήγανος — Πολυετές φυτό με αποξυλωμένη βάση και όψη μικρού θάμνου. Ανήκει στην οικογένεια των ρουτιδών που περιλαμβάνει είδη κυρίως των θερμών περιοχών, ξυλώδη και με έντονο άρωμα. Αυτοφυής σε ξηρούς πετρώδεις τόπους της μεσογειακής ζώνης, ο α. έχει φύλλα… … Dictionary of Greek
αχυρανθές — Πολυετές καλλωπιστικό φυτό της οικογένειας των αμαραντιδών, με πολλές ποικιλίες που ξεχωρίζουν μεταξύ τους από το ύψος (20 60 εκ.) και το χρώμα των φύλλων (συνδυασμοί του κόκκινου, πράσινου και κίτρινου). Τα εντυπωσιακά χρώματα του φυλλώματος… … Dictionary of Greek
δίκταμος — Πολυετές φρύγανο της οικογένειας των χειλανθών. Είναι νανοφυές, πολύκλαδο, με ωοειδή φύλλα καλυμμένα από πυκνό χνούδι. Τα άνθη του είναι μικρά και ροδόχρωμα και διατάσσονται σε κεφαλιόμορφους κορύμβους. Ο καρπός του έχει σχήμα καρυδιού, με… … Dictionary of Greek
εντελβάις — Πολυετές φυτό της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα), γνωστό και στην Ελλάδα με τη γερμανική του ονομασία ε. Θεωρείται χαρακτηριστικό φυτό των Άλπεων και γενικά των ψηλών ορέων· φυτρώνει συνήθως στα πετρώδη λιβάδια και στις βραχώδεις θέσεις… … Dictionary of Greek
νελούμβιο — Πολυετές υδρόβιο φυτό της οικογένειας των Νυμφαιιδών (δικοτυλήδονα)·. Η επιστημονική του ονομασία είναι νελούμβιο το κομψό. Έχει ριζωματώδη, σαρκώδη βλαστό, που έρπει στον πυθμένα των λιμνών και δίνει μακρόμισχα, ασπιδοειδή, κυκλικά φύλλα, που… … Dictionary of Greek
αγκινάρα — Φυτό ποώδες, πολυετές, της οικογένειας των συνθέτων, της ομοταξίας των δικοτυλήδονων, με βλαστό όρθιο, ισχυρό, κάπως πολυγωνικό, ύψους από 40 εκ. έως λίγο περισσότερο από ένα μέτρο. Η επιστημονική ονομασία της α. είναι κινάραησκόλυμνος. Έχει… … Dictionary of Greek
καρλίνα — (Carlina). Γένος φυτών της οικογένειας των συνθέτων. Αριθμεί 20 είδη και ευδοκιμεί στις χώρες γύρω από τη Μεσόγειο. Είναι φυτά τραχιά, αγκαθωτά, μονοετή, διετή ή πολυετή, με φύλλα που μοιάζουν με τα γαϊδουράγκαθα. Τα βασικά χαρακτηριστικά τους… … Dictionary of Greek
άγχουσα — (anchusa).Ποώδη, μονοετή ή πολυετή φυτά της οικογένειας των βοραγινιδών. Τα φυτά αυτά φυτρώνουν στην Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική. Από τα 40 είδη, στην Ελλάδα υπάρχουν 13, γνωστά όλα με το κοινό όνομα βοϊδόγλωσσα. Όλα τα είδη έχουν κοινό… … Dictionary of Greek